- μαγκούρα
- ηράβδος χοντρή με γυριστή λαβή, το μπαστούνι: Θυμάμαι τον παππού μου να κρατάει πάντα τη μαγκούρα του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μαγκούρα — η 1. χοντρό ραβδί με γυριστή λαβή, βακτηρία 2. φρ. «έγινε σαν μαγκούρα» κυρτώθηκε, στράβωσε. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. μακκούρα*. Η αρχική σημ. τής λ. ήταν «ξύλο τριγωνικό που τό τοποθετούσαν στον λαιμό τών ζώων για να μην μπαίνουν σε ξένα κτήματα»] … Dictionary of Greek
μαγκουρώνω — [μαγκούρα] χτυπώ, δέρνω κάποιον με μαγκούρα … Dictionary of Greek
μαγκουροφόρος — ο 1. αυτός που κρατά μαγκούρα, οπλισμένος με μαγκούρα 2. συνεκδ. σωματοφύλακας, μπράβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαγκούρα + φόρος (< φέρω)] … Dictionary of Greek
μαγκουριά — η χτύπημα με μαγκούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαγκούρα + κατάλ. ιά, (πρβλ. κουμπουρ ιά, ξυλ ιά)] … Dictionary of Greek
μαγκούρι — το (Μ μαγκούριν) νεοελλ. βακτηρία, μαγκούρα μσν. ξύλινο περιλαίμιο, λαιμαριά. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μαγκούρα, με αλλαγή γένους, ή, κατ άλλους, από τουρκ. mangur] … Dictionary of Greek
αγκούλα — η 1. η αγκλίτσα* 2. ραβδί κυρτωμένο στο επάνω άκρο, κατάλληλο για τη συγκομιδή τών καρπών από τα ψηλά κλαδιά τών οπωροφόρων δέντρων 3. κάθε είδος ράβδου, μαγκούρα, μπαστούνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ουσ. ἀγκύλη. Για την κατάλ. πρβλ. δάφνη δάφνα] … Dictionary of Greek
αγκυρίδα — η ραβδί με καμπυλωτή λαβή, μαγκούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. ἀγκυρίς < αρχ. ἄγκυρα] … Dictionary of Greek
ακτηρίδα — η (Α ἀκτηρίς, ίδος) (νέοελλ.) η πίσω άκρη (ουρά) τού σταθμίου* τού κιλλίβαντα*, που αποτελεί μαζί με τους δύο τροχούς το τρίτο στήριγμα τού πυροβόλου, καθώς και το σημείο σύνδεσης με το ρυμουλκό αρχ. 1. ραβδί, μπαστούνι, μαγκούρα 2. ξύλινο… … Dictionary of Greek
καμπύλος — η, ο (AM καμπύλος, ον) αυτός που σχηματίζει καμπή, κυρτός, γυριστός, καμπουρωτός νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η καμπύλη (ενν. γραμμή) 1. γραμμή που μεταβάλλει διαρκώς και σε κάθε σημείο της διεύθυνση, χωρίς όμως να σχηματίζει πουθενά γωνία 2. μαθ. ο… … Dictionary of Greek
καραγκιόζης — Ελληνική παραλλαγή του θεάτρου σκιών, μιας τέχνης που είναι διαδεδομένη σε ολόκληρη την Ανατολή, με κεντρικό ήρωα την ομώνυμη φιγούρα. Η καταγωγή του Κ. παραμένει αδιευκρίνιστη. Έρευνες που έχουν διεξαχθεί κατά καιρούς έχουν επιχειρήσει να… … Dictionary of Greek